- καταφρύσσω
- κατα-φρύγω, u. κατα-φρύσσω, zerreißen; ausdörren (von der Fieberhitze)
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταφρύσσω — (Α) βλ. καταφρύγω … Dictionary of Greek
καταφρύγω — AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω μέσ. καταφρύγομαι ξηραίνομαι τελείως μσν. μέσ. καταφρύγομαι (για νερό) στερεύω αρχ. 1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω 2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρύγω «ψήνω, καίω»] … Dictionary of Greek